Λαύριο και Αρχαιότητα
Το όνομα Λαυρεωτική προέρχεται από την λέξη «λαύρα» ή «λαύρη» που σημαίνει στενωπός, στενό πέρασμα, σήραγγα, χαρακτηριστικό της περιοχής, που είναι διάσπαρτη από αρχαίες και νέες μεταλλευτικές στοές εξόρυξης.
Το Λαύριο υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές νέες πόλεις στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον διεθνή χώρο. Υπήρξε ο πρώτος εργατικός οικισμός που οικοδομήθηκε απ’ αρχής στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος κατά το πρότυπο μιας «company town». Η ίδρυση του Λαυρίου και η εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους του συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια του νέου ελληνικού κράτους του 19ου αιώνα να αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές του πηγές και τη βιομηχανία του.
Τη μεταλλευτική δραστηριότητα ξεκίνησαν οι αρχαίοι Έλληνες πριν το 3.000π.Χ. Η συστηματική και εντατική εκμετάλλευση των αργυρομολυβδούχων μεταλλευμάτων αρχίζει με τη γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 508 π.Χ. Ο άργυρος του Λαυρίου, σε συνδυασμό με τους φόρους των συμμάχων, προσέφερε την απαραίτητη χρηματοδότηση για την κατασκευή των αθάνατων μνημείων του Χρυσού Αιώνα του Περικλέως καθώς για και τον πολεμικό εξοπλισμό των Αθηνών, την περίοδο των Περσικών Πολέμων. Μετά την κλασσική αρχαιότητα, διακόπτεται κάθε σοβαρή μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα και ακολουθούν πολλοί αιώνες σιωπής.
Το μεταλλευτικό Λαύριο του 19ου και 20ου αιώνα
Το 1860, επισκέπτεται την Λαυρεωτική ο νεαρός μεταλλειολόγος Α. Κορδέλλας και το 1863 πείθει τον Ιταλό μεταλλειολόγο J.B.Serpieri για την αξιοποίηση των αρχαίων σκωρίων. Ένα χρόνο αργότερα, στην θέση "Εργαστηριάκια", ιδρύει την ιταλογαλλική εταιρεία «Hilarion Roux et Cie», η οποία αναλαμβάνει την εκμετάλλευση των αρχαίων σκωρίων και την εξαγωγή αργυρούχου μολύβδου. Η εταιρεία εγκαινιάζει, το 1865, πλήρες εργοστάσιο με 18 κάμινους, μικρά μεταλλοπλύσια, μηχανουργείο και σιδηρόδρομο. Πρόκειται για την σημαντικότερη βιομηχανία στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Μέχρι το 1867, ήδη απασχολεί 1.200 εργάτες, τεράστιο αριθμό για τα μεγέθη της απασχόλησης σε εθνικό επίπεδο.
Το 1869, η εταιρεία έρχεται σε σύγκρουση με το ελληνικό κράτος - έχει μείνει στην ιστορία ως «Λαυρεωτικό Ζήτημα» (ή «Λαυρεωτικά») - για την διεκδίκηση των αρχαίων μεταλλευτικών καταλοίπων, γνωστών ως εκβολάδες. Οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν το 1873 στη δημιουργία δύο εταιρειών. Πρόκειται για την «Εταιρεία των Μεταλλουργείων του Λαυρίου» και τη Γαλλοελληνική Εταιρεία, τα «Μεταλλεία Καμάριζας». Δύο χρόνια αργότερα, το 1876, ιδρύεται από τον Serpieri η «Compagnie Francaise des Mines du Laurium», η οποία διαδέχεται τα «Μεταλλεία Καμάριζας». Το εργοστάσιο κατασκευάζεται στη θέση «Κυπριανός».
Η Ελληνική και Γαλλική Εταιρεία είναι οι βιομηχανίες που θα στηρίξουν ουσιαστικά τη νέα περίοδο ακμής της Λαυρεωτικής και θα βάλουν την σφραγίδα τους τόσο στην ανάπτυξη της μεταλλευτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, όσο και στην δημιουργία και το χαρακτήρα της πόλης του Λαυρίου. Ο εργατικός συνοικισμός του 1867 μεταβάλλεται σε πόλη 10.000 κατοίκων στην αρχή του αιώνα, ενώ η μακροβιότερη από τις δύο εταιρείες, η Γαλλική, δημιουργεί εγκαταστάσεις 45.000 τετρ. Μέτρων στον Κυπριανό. Οι δύο εταιρίες του Λαυρίου θα είναι υπεύθυνες για την λειτουργία της πόλης. Οι κατοικίες και τα καταστήματα θα ανήκουν στην ιδιοκτησία τους, ενώ αυτές θα φροντίζουν για την υγειονομική περίθαλψη με νοσοκομεία και φαρμακεία. Επίσης, οι ίδιες θα κατασκευάζουν τα σχολεία, τις εκκλησίες, τις λιμενικές εγκαταστάσεις.
Η ζωή της πόλης του Λαυρίου είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με τις βιομηχανίες της περιοχής, που όπως είναι φυσικό ακολούθησε την πορεία τους. Η πρώτη σοβαρή κρίση έρχεται στις δεκαετίες 1880 και 1890 με την πτώση της τιμής του μολύβδου. Το καθοριστικό όμως πλήγμα έρχεται με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1930, η Ελληνική Εταιρεία εκποιεί τις εγκαταστάσεις της. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο πληθυσμός του Δήμου Λαυρεωτικής έχει μειωθει κατά 50%. Με την εγκατάσταση των προσφύγων, μετά τον πόλεμο στη Μικρά Ασία το 1922, αναζωογονείται ο πληθυσμός της πόλης. Από τα μέσα κυρίως της δεκαετίας του 1950, αρχίζει μια καινούρια περίοδος για το Λαύριο, που διαρκεί τις επόμενες δεκαετίες και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη νέων βιομηχανικών κλάδων. Μετά το 1980, το Λαύριο θα αντιμετωπίσει ξανά ένα νέο κύκλο κρίσης σαν συνέπεια της αποβιομηχάνισης σ’ όλη την Ελλάδα. Δεκάδες μονάδες θα διακόψουν τη λειτουργία τους και περισσότερο από 20% του πληθυσμού θα εγκαταλέιψει την πόλη λόγω της ανεργίας.
Η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ)
Α’ περίοδος 1875-1904
Στο διάστημα αυτό, η εταιρεία κατασκευάζει το βασικό πυρήνα των εγκαταστάσεων. Μέχρι το 1895, το οργανωμένο πια σύνολο περιλαμβάνει κτίρια διοίκησης, εγκαταστάσεις μηχανικής επεξεργασίας και υδρομηχανικού εμπλουτισμού των μεταλλευμάτων και αναγωγής του μολύβδου. Τα εξορυσσόμενα μεταλλεύματα από τα μεταλλεία υφίστανται επί τόπου έναν πρώτο εμπλουτισμό. Από αυτά, τα μολυβδούχα, τα ψευδαργυρούχα και τα μικτά θειούχα οδεύουν προς τις διαδικασίες μηχανικής προπαρασκευής σε θραυστήρες και «πλυντήρια» που βρίσκονται στον Κυπριανό. Στη συνέχεια της παραγωγικής αλυσίδας, τα μεταλλεύματα υπόκεινται μεταλλουργική κατεργασία. Διακρίνονται οι εξής διαδικασίες: η πύρωση της καλαμίνας, η φρύξη και η αναγωγική τήξη του γαληνίτη. Το τελικό προϊόν περιέχει 90% μόλυβδο και εξάγεται ως αργυρούχος μόλυβδος σε χελώνες.
Β’ περίοδος 1905-1929
Το 1905, ξεκινά μια μεγάλη επιχείρηση τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της μεταλλουργίας του μολύβδου. Στη διαδικασία της φρύξης, εγκαταλείπονται οι παλαιές φλεγοβόλοι κάμινοι και εφαρμόζονται δύο διαφορετικές μέθοδοι, ανάλογα με τον τύπο του μεταλλεύματος. Οι γαληνίτες με μεγάλη περιεκτικότητα σε σιδηροπυρίτη υφίστανται πλήρη φρύξη με τη μέθοδο Kauffmann, ενώ οι υπόλοιποι, με τη μικρότερη περιεκτικότητα σε σιδηροπυρίτη, φρύττονται με τη μέθοδο Huntigton-Heberlein.
Επίσης, κατασκευάζονται δύο νέοι κάμινοι τύπου Brunton και αναδιοργανώνεται το συγκρότημα της πλινθοποίησης. Ήδη από το 1905, αλλάζει και η κινητήρια δύναμη του συγκροτήματος, με την εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων. Το 1913, η εταιρεία επιχειρεί την επέκταση των μεταλλουργικών δραστηριοτήτων με περαιτέρω επεξεργασία των προϊόντων της αναγωγικής τήξης.
Γ’ περίοδος 1930-1989
Στο τέλος της δεκαετίας του 1920, η εταιρεία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών του μολύβδου και με τη σταδιακή εξάντληση των κοιτασμάτων. Επιχειρεί να αντιμετωπίσει την κρίση με τον εκσυγχρονισμό της μεθόδου εμπλουτισμού και με την παραγωγή καθαρού μολύβδου για την εσωτερική αγορά. Από το 1930, εφαρμόζεται η μέθοδος της απαργύρωσης δια ψευδαργύρου, ενώ μετά το 1936, λειτουργεί ελασματοποιείο για την παραγωγή φύλλων μολύβδου. Το 1930, λόγω εξάντλησης των μεταλλευμάτων, καθίσταται ασύμφορη και σταματά η λειτουργία των καμίνων πύρωσης της καλαμίνας. Το ίδιο έτος η εταιρεία αγοράζεται από την πολυεθνική Penarroya. Οι τελευταίες σημαντικές παρεμβάσεις στο συγκρότημα είναι οι εγκαταστάσεις των φίλτρων καπνού που δημιουργούνται μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Ορισμένα από τα κτίρια που σώζονται μέχρι και σήμερα κατασκευάζονται το 1875-76 και εξακολουθούν, μέχρι το 1988, να στεγάζουν τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Το συγκρότημα θα σταματήσει οριστικά τη λειτουργία του το 1989. Τα επόμενα χρόνια, μετασχηματίζεται από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο σε Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο.
Μπορείτε να δείτε περισσότερες φωτογραφίες εδώ
Η περίοδος της κρίσης και η γέννηση του Τεχνολογικού Πολιτιστικού Πάρκου Λαυρίου
Η βιομηχανική κρίση
Κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η βιομηχανική κρίση πλήττει τα πιο σημαντικά κέντρα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου και του Λαυρίου, ενός από τα πλέον πρωτοποριακά της ελληνικής βιομηχανικής δραστηριότητας, κατά τον 18ο αιώνα. Το 1977, η «Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου» (ΓΕΜΛ), έχοντας λειτουργήσει για περισσότερο από 100 χρόνια (1867-1989) στην περιοχή, διακόπτει τις μεταλλευτικές της δραστηριότητες και εισέρχεται σε μία περίοδο κρίσης. Επτά χρόνια αργότερα, μετά από σειρά εσωτερικών αναταραχών και ανεπιτυχών προσπαθειών αναδιοργάνωσης, η εταιρεία διακόπτει και τις μεταλλουργικές τις δραστηριότητες. Αλυσιδωτές αντιδράσεις εξαπλώνονται σε όλες τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες της περιοχής, οι οποίες αρχίζουν να διακόπτουν τις γραμμές παραγωγής τους και να τις μεταφέρουν σε άλλες περιοχές με θετικότερες προοπτικές. Η πόλη του Λαυρίου θα αντιμετωπίσει οξύτατο πρόβλημα ανεργίας, που θα προκαλέσει την οικονομική κατάρρευση, την κοινωνική αποσύνθεση, αλλά και την πολιτική εκμετάλλευση του μαζικού προβλήματος ανεργίας της περιοχής.
Προτάσεις επανάχρησης
Κατά την περίοδο 1977-1989, λαμβάνει χώρα μία ανοιχτή και μακροχρόνια αναζήτηση σχετικά με τις δυνατές προοπτικές επανάχρησης του βιομηχανικού συγκροτήματος της ΓΕΜΛ. Οι τοπικές αρχές, οι διοικήσεις επιχειρήσεων και οι ακαδημαϊκοί στον τομέα της μεταλλευτικής και της μεταλλουργικής μηχανικής μετέχουν στις σχετικές εκτενείς συζητήσεις, στις οποίες η ιστορική αξία του συνόλου και των επιμέρους τμημάτων των εγκαταστάσεων αναγνωρίζονται απόλυτα και η ανάγκη για διάσωση των ιστορικών, αρχιτεκτονικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών υποστηρίζεται θερμά.
Στις συζητήσεις αυτές αναγνωρίζοναι δύο επιλογές:
(α) Η πρώτη υποστηρίζει την αποκατάσταση και επανάχρηση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και του περιβάλλοντα χώρου για ποικίλους κοινωνικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, όπως θέατρα, μουσεία, εκθεσιακά κέντρα, υποδομές αναψυχής, άθλησης και εκπαίδευσης, κλπ. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εφαρμογής της ιδέας αυτής στην Αττική, είναι το παλιό εργοστάσιο Γκαζιού της Αθήνας, το οποίο θα αποκατασταθεί και μετατραπεί σε πολλαπλό πολιτιστικό κέντρο.
(β) Η δεύτερη πρόταση, πιο ευαισθητοποιημένη ως προς το ιστορικό φορτίο που φέρουν οι εγκαταστάσεις και η περιοχή, επιτείνει τη σημασία της διάσωσης της τεχνολογικής φυσιογνωμίας του συγκροτήματος, μέσω μίας καινοτόμου πρωτοβουλίας, με στόχο την αποκατάσταση – αναγέννηση του παλαιού βιομηχανικού συγκροτήματος και την επανάχρησή του ως τεχνολογικού και πολιτιστικού πάρκου.
Σε επίπεδο συμβολισμών, το πάρκο θα αναβίωνε την ιστορική ταυτότητα και τη συλλογική μνήμη ως τόπος παραγωγής από τους αρχαίους χρόνους. Σε πραγματιστικό επίπεδο, το πάρκο θα συνέβαλε στην τεχνολογική αναβάθμιση της αθηναϊκής βιομηχανίας μέσω της μεταφοράς τεχνολογίας, της ίδρυσης spin-off εταιριών, της δημιουργίας νέου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και υποδομών, καθώς και της ανάπτυξης νέων εφαρμογών και καινοτομιών παραγωγής ή προϊόντων. Έτσι, γεννιέται η ιδέα του Τεχνολογικού και Πολιτιστικού Πάρκου Λαυρίου.
Το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου (ΤΠΠΛ)
Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο θα υιοθετήσει το εγχείρημα με μεγάλο ενθουσιασμό. Επενδύοντας στην επιστημονική του εμπειρία, αλλά και στην τοπική λαϊκή υποστήριξη, το ΕΜΠ θα ανταποκριθεί στην πρόκληση και θα εκπονήσει ένα νέο μοντέλο τοπικής κοινωνικο-οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης βασισμένο στην τεχνολογία, το οποίο θα είναι σύμφωνο με τις ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί από την αναδυόμενη παγκόσμια «οικονομία της γνώσης», στην οποία η Ελλάδα και η περιοχή της Αττικής αναζητούν τη θέση τους.
Το μοντέλο αυτό αντικατοπτρίζει τον ειδικό χαρακτήρα του ΕΜΠ: Ως εκπαιδευτικό ίδρυμα ούτε αντιμετωπίζει ούτε κυοφορεί την τεχνολογία με τον τρόπο που την αντιμετωπίζει η αγορά. Ένα τεχνολογικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, γενικά, αντιλαμβάνεται την τεχνολογία περισσότερο ως ιδιαίτερο τρόπο σκέψης που συνθέτει τις δεξιότητες, την οξυδέρκεια, τη διορατικότητα και την παραγωγική φαντασία παρά ως καθαρά εμπορικά εκμεταλλεύσιμο δεδομένο προς εισαγωγή στις παραγωγικές διαδικασίες.
Υπ’ αυτή τη θεώρηση, το ΤΠΠΛ δεν θα γεννηθεί απλά ως κερδοφόρος πόλος τοπικής μακροοικονομικής ανάπτυξης, αλλά ως ένα κοινωνικά δομημένο μέσο προαγωγής και βελτίωσης της διανοητικής και πολιτιστικής δράσης που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της νέας οικονομίας. Με άλλα λόγια, ένα μέσο μεταμόρφωσης ενός κρυμμένου, αλλά εκμεταλλεύσιμου συστήματος δυνατοτήτων, σε ένα πρακτικό μοντέλο αυτοσυντήρητης αναπτυξιακής διαδικασίας, προσανατολισμένης στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, η ζωτική διαφορά ανάμεσα στο ΤΠΠΛ και σε οποιοδήποτε άλλο ελληνικό επιστημονικό και τεχνολογικό πάρκο έγκειται στο γεγονός ότι οι εγκατεστημένες στο Πάρκο επιχειρήσεις θεωρούν τις προοπτικές τους ως οργανικό μέρος ενός ολοκληρωμένου, κοινωνικοτεχνολογικού, επιχειρηματικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος; ένα περιβάλλον που συνθέτεται όχι μόνο από τη διαδραστική μεταφορά της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας, τον επιχειρηματικό ανταγωνισμό και τη συμπεριφορά μεγιστοποίησης του κέρδους, αλλά, επίσης, από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες και δομές που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες στην αναδυόμενη νέα οικονομία της γνώσης.
Από το καλοκαίρι του 1995 ολοκληρώνονται οι διοικητικές - διαχειριστικές κινήσεις για τη θεσμική συγκρότηση του Πάρκου και τις μελέτες αποκατάστασης του βιομηχανικού συγκροτήματος. Η σχετική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και εθνικούς πόρους ανέρχεται συνολικά σε 5,19 δισεκατομμύρια δραχμές (15,23 εκατομμύρια Ευρώ).